υποφρυγιστί

υποφρυγιστί
Α
επίρρ. κατά τον υποφρύγιο τρόπο («ἡ ὑποφρυγιστὶ ἁρμονία ἐνθουσιαστικὴ καὶ βακχική, σεμνὸν ἔχει τὸ ἦθος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποφρύγιος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. ἑλλην-ιστί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”